Les idées diluviennes

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 29, 2005

It made my day!!! I hope it makes yours a better one! ;)

Να πώς βλέπουν τα παιδιά την αγάπη! Τα ματάκια τους να είχαμε όλοι!!!

"When my grandmother got arthritis, she couldn't bend over and paint her toenails anymore. So my grandfather does it for her all the time, even when his hands got arthritis too. That's love." Rebecca - age 8

"When someone loves you, the way they say your name is different. You just know that your name is safe in their mouth." Billy - age 4 "

Love is when a girl puts on perfume and a boy puts on shaving cologne and they go out and smell each other." Karl - age 5

"Love is when you go out to eat and give somebody most of your French fries without making them give you any of theirs." Chrissy - age 6

"Love is what makes you smile when you're tired." Terri - age 4

"Love is when my mommy makes coffee for my daddy and she takes a sip before giving it to him, to make sure the taste is OK." Danny - age 7

"Love is when you kiss all the time. Then when you get tired of kissing, you still want to be together and you talk more. My Mommy and Daddy are like that. They look gross when they kiss" Emily - age 8

"Love is what's in the room with you at Christmas if you stop opening presents and listen." Bobby - age 7 (Wow!)

"If you want to learn to love better, you should start with a friend who you hate," Nikka - age 6 (we need a few million more Nikka's on this planet)

"Love is when you tell a guy you like his shirt, then he wears it everyday." Noelle - age 7

"Love is like a little old woman and a little old man who are still friends even after they know each other so well." Tommy - age 6

"During my piano recital, I was on a stage and I was scared. I looked at all the people watching me and saw my daddy waving and smiling. He was the only one doing that. I wasn't scared any! more." Cindy - age 8

"My mommy loves me more than anybody. You don't see anyone else kissing me to sleep at night." Clare - age 6

"Love is when Mommy gives Daddy the best piece of chicken." Elaine-age 5

"Love is when Mommy sees Daddy smelly and sweaty and still says he is handsomer than Robert Redford." (hihi) Chris - age 7

"Love is when your puppy licks your face even after you left him alone all day." Mary Ann - age 4

"I know my older sister loves me because she gives me all her old clothes and has to go out and buy new ones." Lauren - age 4

"When you love somebody, your eyelashes go up and down and little stars come out of you." (what an image) Karen - age 7

"You really shouldn't say 'I love you' unless you mean it. But if you mean it, you should say it a lot. People forget." Jessica - age 8

--------------------oOo--------------------

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 28, 2005

K.

Όσα γραφω απόψε είναι συνδεδεμένα με τα τελευταία δυομιση χρόνια στο κοσμοπολίτικο Μοντρεαλ. Έχουν ήδη παλιώσει αν κι εύχομαι ο χαμένος αδερφός μου να πέσει εδώ να το διαβάσει κατα τύχη, να αναγνωρίσει το σαστισμένο μου βλέμμα όταν με πρωτοαντίκρισε.

Καλομαθημένο κορίτσι ήμουν και είμαι. Κακό αυτό από τη μια γιατί δεν είμαι συνηθισμένη σε καθημερινές δουλειες που φαίνονται αλλά δεν είναι καθόλου εύκολες, καλό από την άλλη γιατί τα ίδια νιώθω πως θα κάνω όταν βρεθώ με παιδί στην αγκαλιά. Ήδη έχω αρχίσει με την συγκατοίκηση να αλλάζω και να κοπιάρω κινήσεις της μαμάς, όπως τα μικρά παιδιά που παίζουν τις κουμπάρες.

Βρέθηκα σε μια μεγάλη πόλη ξανά μετά από 8 χρόνια. Μόνη. Εγώ είχα διαλέξει να φύγω αν και μπορούσα να γραφτώ στο πανεπιστήμιο που ήταν κοντά στο πατρικό μου. Κι όμως η μοναξιά με αρρωσταίνει. Μου επέτρεψε να βρεθώ αντιμέτωπή με τον εαυτό μου, να βρεθώ με τον άνθρωπο που νόμιζα πως ήξερα καλύτερα από τον καθένα… κι όμως, όσα είδα αυτά τα χρόνια δεν τα είχα δει στα προηγούμενα 19. «Χαίρω πολύ» η κάθε καλημέρα μου στον καθρέφτη. Πονάει αυτή η γνωριμία, σε ξενίζει, σε κάνει να σε συχαθείς… χάνεις τον εαυτό σου και καταφέρνεις ξανά να τον βρεις. Μετά ζεις πιο όμορφα.

Μπήκα την πρώτη βδομάδα του πανεπιστημίου στο νετ για να βρω για ελληνικό φοιτητικό σύλλογο. Σίγουρα θα υπήρχε κάποιο, ολόκληρο Μοντρεαλ με τους 80.000 Ελληνες. Και βρήκα ένα. Με μέηλς συννενοήθηκα κι έγινε συνάντηση και γνώρισα παρέα με ένα καφέ. Εκεί γνώρισα το Μαράκι, που με την ανεμελιά της ηρεμώ.

Ξανά δεύτερη συνάντηση, στο ίδιο σημείο. Δυο βδομάδες πιο ύστερα. Να δούμε τι μπορούμε να οργανώσουμε ως σύλλογος-πρότυπο!

Φτάνω λίγο αργοπορημένη γιατί το μάθημα είχε κρατήσει παραπάνω. Από τον διάδρομο άκουγα μια φωνή δυνατή, αθυρόστομη, γελαστή να θάβει και τη μουσική υπόκρουση του καφέ-μπαρ όπου είχαμε δώσει ραντεβού. Ήταν ο «γιατρός» που δεν είχε έρθει την πρώτη φορά αλλά τον γνώριζαν όλοι οι παλιοί. Μιλήσαμε τα του συλλόγου, κανονίσαμε εκδηλώσεις, κι αρχίσαμε να μιλάμε περί ανέμων και υδάτων. «Εσύ, το μικρό, τι σπουδάζεις;» «Είμαι στην ιατρική σχολή… και καλά μάντεψες, πρωτάκι.» «Α, ώστε εσύ είσαι η Αναστασία, το μόνο ελληνάκι της σχολής μας που μπήκε φέτος; Χαχαχα! Εμένα με λένε Κώστα.»

Είχε γελάσει αλλά δεν είχα καταλάβει το γιατί… και δεν τον ρώτησα. Γενικώς όσες φορές μιλούσαμε πάντα γελούσε, ήταν κάτι έλεγε που τον έκανε να γελάει όταν είμασταν μαζί και με ακούγε, σαν να μην πίστευε στα αφτιά του πως αυτά που έλεγα μπορούσε να τα λέει άνθρωπος. Είχα ρωτήσει αν ήταν έτσι επειδή με έβρισκε γραφική. Ποτέ. Έλεγε όμως πως έπρεπε να βρει ένα τρόπο να με διεφθείρει.

«Μην ανησυχείς με τα μαθήματα. Θα δεις όλα φαίνονται δύσκολα αλλά όλα μένουν στα μυαλό, θες δε θες. Γιατρός θα γίνεις, δεν ξεφεύγεις τώρα που μπήκες. Και θα γίνεις και καλή. Και ότι χρειαστείς, να το τηλέφωνό μου.»

Το μάθημα ανατομίας μου φάνηκε παλούκι. Δεν τα είχα πάει και καλά στο πρώτο διαγώνισμα, έπρεπε να κάνω κάτι για να περάσω αξιοπρεπώς αυτό το μάθημα. Τον τηλεφωνώ και μου προτείνει να περάσω να μου δώσει ένα βιβλίο. Είχε κι αυτός δυσκολευτεί στο ίδιο μάθημα και είχε βρει ένα βοήθημα σούπερ.

«Μου ‘ρχεσαι με το θρυλοκασκόλ και θες να και να σου δανείσω το βιβλίο μου; Δεν πας καλά! Είσαι που είσαι σαμιαμίδι… δεν τρως;» Πλάκα μου έκανε ως ΠΟΑΚτζης και ως γιατρός που το πρώτο πράγμα που κοιτάει στους ασθενείς είναι η εμφάνιση και η σωματικές διαστάσεις. Πήγαμε στο δωμάτιο του να πάρουμε το βιβλίο. Μου είπε να μην κοιτάξω καθόλου γιατί ήταν σε ακαταστασία. Κι όμως είχε υπέροχους τοίχους. Όλοι με πίνακες, δικοί του. Ο γιατρός είχε τελικά και ευαισθησίες. Πριν φύγω κανονίσαμε να πάμε για μπύρες.

Μπορώ να πω πως μου άρεσε. Μπροστα στην βατομουρένια μπύρα του και την μελένια τη δική μου άρχισε να μου μιλάει για έρωτες, ειδικά για τον δικό του τον αναδυόμενο. Ήταν ερωτευμένος… εκείνη πολύ μακριά αλλά επίσης πολύ ερωτευμένη. Χαμογέλασα που έβλεπα να ξεγυμνώνει την ψυχή του. Εβλεπα τον γλυκό Κώστα, τον Κώστα που φώναζε λιγότερο, τον ήρεμο εαυτό του. Με έβαλε να μαντέψω το όνομα της κοπέλας του. Α. Αρχαίο μου λέει. Τι Α.; Αρετή, Αθηνά, Αρτεμις, Αντιγόνη, Αλκιστις; Μου λέει Μποτιτσέλι και του απαντώ Αφροδίτη. Δεν περίμενε να γνωρίζω τον ζωγράφο. Γέλασε πάλι. Την μπύρα δεν την κατάφερα, δεν είχε καταφέρει να με διεφθείρει. Την επόμενη φορά.

Όταν κάποιος έχει ήδη κοπέλα, δε μου αρέσει πια, μου κόβεται ότι πόθος μου είχε γεννηθεί. Απλά γίνεται φίλος καλός, τον νοιάζομαι. Μια μέρα με τηλεφώνησε και είχε τόση όρεξη για μπλαμπλα που καθήσαμε 3 ώρες στο ακουστικό. Μου είπε πως με νιώθει σαν μικρή του αδερφή, πως νιώθει πως πρέπει να με προστατεύει. Του τα έλεγα όλα πια, και τους εφήμερους πλατωνικούς έρωτές μου. Σε όλη μου τη ζωή εγώ ήμουν η μεγάλη αδερφή, τώρα είχα κάποιον να με μαλώνει ως μεγάλος αδερφός. Ήταν σκληρός, ήταν ειρωνικός, ήταν κατανοητικός, ήταν συμπονετικός. Ήθελε πολύ να με γνωρίσει στην Αφροδίτη. Μας ήθελε μεγάλες φιλες.

Ήρθε η Αφροδίτη. Γνωριστήκαμε. Ομορφη, έξυπνη, γλυκιά. Την έβαλα στην καρδιά μου. Όσες φορές βγήκαμε γελάσαμε πολύ, μιλήσαμε πολύ, φάγαμε πολύ. Εφυγε. Γύρισε Ελλάδα για το αγροτικό της.

Από τότε, σαν να έφυγε και ο Κώστας. Ξέρω σε ποιο νοσοκομείο δουλεύει, ξέρω πού μένει, δεν ξέρω πώς είναι. Έμαθα από κάποιον τρίτο πως χώρισε. Δεν απαντά στα τηλεφωνήματα, δεν παίρνει τηλέφωνο όταν αφήνω μήνυμα, δεν μου γράφει πια. Μήνες τώρα. Σταματώ κι εγώ τις προσπάθειες επικοινωνίας εδώ. Έχασα έναν μεγάλο αδερφό από τη μια μέρα στην άλλη χωρίς να ξέρω το γιατί. Αν ξέρει εκείνος και θελήσει μια μέρα να μου το πει, θα με βρει.

Θα ψάξει να με βρει άραγε;

--------------------oOo--------------------

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 27, 2005

ΙΚΕΣΙΑ

Βήματα αμμουδένια, σβησμένα
Κύματα, κοχύλια μοιρασμένα
Το μισό που ‘χω φιλώ σταγόνα
Φίλα και φύλα το σαν εικόνα

Ασ’τα παράθυρα ανοιγμένα
Τέρψη να χτυπά μάτια κλαμμένα
Απόψε ανάσες γυμνές να μπουν
Σώματα κομμένα να τις γευτούν

Μη σβήνεις το φως, να σβήσεις το «πώς»
Αργά να ‘ρθει ο λυγμός, να κοιμάμαι
Μη σβήνεις το φως, ελπίδας γκρεμός
Ξύπνα με, ξύπνα με, πια δε φοβάμαι.

________________________
"σαν κεράκι ξόδεψε με... στα βαθιά ναυαγησέ με..."

--------------------oOo--------------------

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 24, 2005

"Ήρθε ένας μάγος που έβγαζε ήλιους απ' τα μανίκια..."



«Τη μοίρα μας δεν θα την πεί κανένας
Τη μοίρα του ήλιου θα την πούμε εμείς»
Ο.Ε.

--------------------oOo--------------------

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 19, 2005

«...ψεύτικα σαν στολίδια τα λόγια σου λυγάνε, πώς να σωθείς...»

Μου έμαθες να μη φοβάμαι τους σπινθίρες που γεννούν οι πέτρες σαν τις χτυπούν χέρια παθιασμένα με δύναμη. Μου έμαθες να ανάβω φωτιές σε ευάλωτα και ανεξερεύνητα σημεία χωρίς να τρέμω μη γίνουν πυρκαγιές καταστροφικές. Τώρα πια θέλω να ανάβω φλογίτσες παντού, να τις καμαρώνω που γλύφουν γλυκά τον αέρα και τις ανάσες και που φωτίζουν χορεύοντας τις άδειες αγκαλιές μας.

Καιρό τώρα κρατώ σα φυλαχτό την πέτρα που μου φερε το κύμα τη μέρα που σε ονειρευόμουν. Η χούφτα μου, κλειστή, την κρύβει καλά και περιμένει να ανοίξει στο άγγιγμα της παλάμης σου που θα τη γεμίζει η δική σου πέτρα. Να χτυπηθούν μεταξύ τους και να καούν τα χέρια, να λιώσουν τα δάχτυλα και να κολλήσουν.

Όταν έρθω να σε βρω, θα κουβαλάω στο άλλο χέρι «μια βαλίτσα αγκαλιές». Δε θέλω να έρθεις με λόγια βασιλικά, μόνο μια πέτρα να φερεις.

--------------------oOo--------------------

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 14, 2005

Superstitieuse moi? Jamais!

Εδώ λένε πως όταν πέφτει Παρασκευή και 13, όλα τα κακά μπορούν να συμβούν... Στην Ελλάδα πάλι Τρίτη και 13 είναι η γρουσούζικη μέρα της χρονιάς. Ζώντας σε άλλη ήπειρο, πίστευα πως θα ξέφευγα από τα αρνητικά κύματα ενέργειας αυτής της μέρας αλλά έλα που ένας ολόκληρος ωκεανός δεν τα σταμάτησε!!! Της μουρλής έγινε χθες!

Η μέρα ξεκίνησε όμορφα, πήγα στη σχολή, τέλειωσε το μάθημα και επιστρέφοντας σπίτι παίρνω χαμπάρι πως δεν κρέμεται πια από τη σάκα μου το πολυαγαπημένο μπρελόκ που μου είχε φέρει ο αδερφός μου από το ταξίδι του στα Βραχώδη Όροι. Το προνόμοιο του χασίματος πάλι βγήκε στην επιφάνεια! Πάω πίσω όλο το δρόμο που είχα διανύσει κοιτάζοντας να βρω αυτό που είχα χάσει. Κοίταξα στα σημεία που είχα περπατήσει αλλά τίποτα! Πάει ο αρκούδος μου!

Τι ωραία που είχε διαλέξει η μέρα να τελειώσει... να τελειώσει;;; Ε όχι ακόμα, μη βιαζόμαστε. Η μέρα έχει 24 ώρες και άλλα ντοναλντίστικα σκηνικά με περιμένανε! Ισως γι’αυτό να λατρεύω αυτόν τον ήρωα του Disney.

Σκέφτηκα να το παίξω νοικοκοιρά και είπα να φτιάξω φαγητό νηστίσιμο μιας και η επόμενη ήταν μεγάλη γιορτή. Είχαμε ωραίο σπανάκι σπίτι, ένα σπανακόριζο δε θα ήταν άσχημο! Μετά από όλες τις ετοιμασίες και την πρώτη βράση, πήγα να βάλω λίγο αλάτι. Το αλάτι έχει δυο ανοίγματα, ένα που είναι μια μεγάλη τρύπα και ένα αλλο με πολλές τρυπούλες. Εμείς το έχουμε πάντα από τη μεριά που ρίχνει λίγο αλάτι. Κι όμως όταν έριξα αλάτι δεν το έλενξα και έπεσε αλάτι αρκετό για να ανεβάσει την πίεση 10 υποτασικών! Λύσσα το φαγητό όταν το έβγαλα από τη φωτιά! Λέω να αρχίσω να το σερβίρω με δώρο ένα μπουκάλι νερό!!!

Πώς να αντικαταστήσω το ανεκδιήγητο σπανακόριζο; (χαρά ο αδερφός μου που το συχαίνεται!!!) Τι να φτιάξω, τι να φτιάξω; Ας πλύνω τα πιάτα και σκέφτομαι εν τω μεταξύ. Καταπληκτική ιδέα: γαρίδες με σάλτσα ντομάτας και ρυζάκι!!! Γουστάρω τα θαλασσινά, έχω μια τεράστια σακούλα στην κατάψυξη, αρέσει και στον αδερφό μου, τέλεια!!!

Αφού τέλειωσα τη λάντζα, με κέφι άρχιασα να κόβω σκορδάκι και κρεμμυδάκι (αχ, κλάμα!). Τα ρίχνω στο λαδάκι της κατσαρόλας και πετάω μέσα τις γαριδούλες και αφήνω να τσιγαριστούν. Τώρα χρειάζομαι φρέσκια ντοματούλα ψιλοκομμένη. Έχω κονσέρβα με τέτοιες ντομάτες ιταλικές. Παίρνω την κονσέρβα και πάω να την ανοίξω... το ανοιχτήρι δε λέει να κάνει τρύπα στην μεταλλική επιφάνεια! Αααα!!! Δεν πιάνουν τα χέρια μου! Θα καούν και όσα έχω στη φωτιά! Το ανοιχτήρι είναι για πέταμα!!! Παίρνω τελικώς τη μαχαίρα και αρχίζω να κάνω τρύπες στη σειρά για να ανοίξω την κονσέρβα και στην τελευταία τρύπα χτύπησα με τόση δύναμη το μαχαίρι που μου πετάχτηκε σε όλο το πρόσωπο ντοματοζούμι! Ήμουν νόστιμη και πολύ ντοματένια!!! Το σημαντικό ήταν πως είχε ανοίξει και μπόρεσα να ρίξω τις ντομάτες στις γαρίδες! Το φαϊ έγινε εξαίσιο (ευτυχώς!!!)

Το κουτάλι; Που πήγε το κουτάλι με το οποίο ανακάτευα το φαγητό στην κατσαρόλα; Ακόμη να το βρω αν και με τον αδερφό μου κοιτάξαμε στα πιο απίθανα σημεία. Ή εξαφανίστηκε (απίθανο) ή το πέταξα μαζί με τα φλούδια των κρεμμυδιών στα σκουπίδια (πιθανότατο).

Το ντουζάκι μου γρήγορα!!! Τρέχω στο μπάνιο και ανοίγω τη βρύση στο φουλ, να πέσει δυνατά νερό πάνω μου, χλιαρό προς το κρύο (αν και το λατρεύω καυτό) γιατί είχα λιώσει μέσα στην κουζίνα. Κι εκεί που αρχίζω να ηρεμώ, αρχίζω να τραγουδώ (μ’αρέσει να λέω τραγουδάκια κάτω από το νερό). Δεν ήμουν μόνη όμως!!! Το παράθυρο του μπάνιου βλέπει προς την εξώπορτα της πολυκατοικίας και με άκουσαν περαστικοί, μιας και είμαι στο ισόγειο κι άρχισαν να γελάνε! Αυτό ήταν, έγινα ΚΑΙ ρεζίλι!

Βάζω το νυχτικούλι μου και αποφασίζω να κάνω αυτό που ξέρω να κάνω καλά (αν και γι’αυτό έχω αρχίσει να αμφιβάλλω από τότε που μπήκα στη σχολή): ΔΙΑΒΑΣΜΑ! Απλώνω τα πόδια στον καναπέ, βάζω ένα μαξιλάρι πίσω από την πλάτη μου και αρχίζω το κεφάλαιο 11... «Ε, γιατί δεν κοιμάσαι στο κρεβάτι σου;» «Ε, ορίστε;» Ο αδερφός μου με βρήκε να έχω σκύψει μπρός μου και να έχω σωριαστεί πάνω στο βιβλίο μου!

Πάω να πιώ λίγο νερό πριν πέσω. Στην κουζίνα έχουμε ένα ημερολόγιο που βγάζουμε τις μέρες μια-μια, με τα στιχάκια από πίσω! Ας το αλλάξω, σκέφτομαι. Κοιτάζω και συνειδητοποιώ πως ήμασταν Τρίτη και 13! Με πιάνει ένα νευρικό γέλιο, μα ένα γέλιο!

Ξεράθηκα στο κρεβάτι μου και δε θυμάμαι κανένα όνειρο! Τώρα ίσως ξαναπέσω να κοιμηθώ. Πολλή κούραση!!!

--------------------oOo--------------------

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 09, 2005

φτυσμένο ραβασάκι

Τόλμα μου φώναζαν τα πάντα γύρω. Κι εσύ μαζί, όχι φωναχτά όμως. Εκανα σαμπώς δεν αντιλαμβανομουν τα σήματά σου. Δεν έπρεπε να μου επιτρέψω να τα ακούσω.

Ομηρικό κερί στα αφτιά μου.
Μάσκα αδιαφορίας στο πρόσωπό μου.
Το βλέμμα μου γεμάτο άγνοια και αγνότητα...
Κάθε σου λέξη φωτιά που λιώνει ότι μέσω άμυνας έχω σκαρφιστεί.

Λάμψη...
εκείνη της χαράς της ζωής, στο προσωπό σου...

Το ύφος σου όλο και πιο παρακλητικό. Κι αυτό αγνό, γνήσιο.

Τόλμησα. Απεγνωσμένα; Ίσως. Αδέξια; Σίγουρα.
Πού είσαι τώρα;
Σου ζήτησα ένα "μα", ένα "δεν", ένα "όχι". Μου χάρισες ένα "τι", ένα "θέλω" ένα "ναι". Ξέχασες το "γιατί" και το "πώς".

Απάντηση: μια κατάφαση... ένα γέλιο καθαρό, αληθινό... και μια αγριοκερασιά να ανθίζει μέσα σου και μέσα μου. Τη νιώθεις και την αισθάνομαι κι εγώ να φουντώνει στα μάγουλα.

Μια δεύτερη κατάφαση, πάλι δική σου. Χωρίς την απαντηση που ψάχνω. Ξεγλιστράς ξανά.

Κατεβάζω το κεφάλι όσο πιο χαμηλά γίνεται. Θέλω να σκύψω κι άλλο. θέλω να το λυγίσω τόσο ώστε να θάψω βαθιά αυτό που με αφήνει και βλέπω, οσμώ, ακούω, σκέφτομαι. Και μέτα να ακολουθήσει το υπόλοιπο σώμα. Να γίνω ένα στην αγκαλιά της πρώτης ύλης που με κάνει άνθρωπο και που με κάνει να πονώ.
Η ακαμψία μου ξαφνικά με σταματά. Πονάω ακόμα, ακόμα πιο πολύ. Με κρατάς και μου λες πως η πρώτη ύλη που ψάχνω είναι αλλού. Μου δείχνεις που και με φέρνεις κοντά της, τόσο κοντά που μπορώ να αισθανθώ την υγρή της ζεστασία... ζεστασιά καυτή σαν τα πύρινα λόγια σου.

Και καίγομαι αργά... και χάνομαι.

________________________
"Osez" toujours qu'ils disaient...

--------------------oOo--------------------

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 05, 2005

Κλαίω...

...μέχρι να μου πονέσει το κεφάλι, να κοκκινίσω σαν παντζάρι και να στεγνώσουν τα χείλη, να τσούξουν τα μάτια τόσο που να μη μπορώ να τα ανοίξω. Έτσι. Να μη βλέπω ότι με πονά. Μου λείπει το θάρρος του Οιδίποδα για να με αυτοτυφλώσω οριστικά. Προτιμώ να σφαλίσω τα βλέφαρα και να δω τα γλυκά όνειρα που μου επιτρέπουν ακόμη να κυρτώνω τα χείλη προς τα πάνω. Και βάζω τα πιο χαρούμενα τραγούδια που έχω και τα τραγουδώ με τρεμάμενη φωνή... κλαψιάρικα και φυσικά φάλτσα, όπως είναι όλα γύρω μου. Και πάνω στη μελωδία τους κοιμάμαι. Τα δάκρυα είναι βαριά και όταν πέφτουν ξελαφρώνω, ψηλώνω... χάνω το έδαφος κάτω από τα πόδια μου. Με τον ύπνο είμαι σίγουρη πως θα είμαι συνεπής στο ραντεβού μου. Πρέπει γιατί ο ήλιος δεν ξεχνά να βγει ποτέ... και φοβάμαι μη τύχει και με ξεχάσει κάποια μέρα. Ο ήλιος λάμπει ή καίει... ή πεθαίνεις της δίψας ή πίνεις ρεντ μπουλ και συνεχίζεις. Έτσι πάντως μας συνιστά ο Πατ με το πιάνο του.

Κι αύριο θα κλάψω... έτσι, γιατί αν δεν αντιδράς σε ότι ξεσπά επάνω σου, σε ότι σε ξεσηκώνει, δυναμώνει, σου βγάζει άχτι, σε φθείρει, σημαίνει πως είσαι αναίσθητος.

Κι εσύ πονάς... κλαίω και για σένα... εσύ δεν έχεις χρόνο για χάσιμο.


______________
"Τα δάκρυα όταν πέφτουνε
Πες μου ποιος δεν το ξέρει
Τρύπες ανοίγουνε στη γη
Κρυστάλλινοι αρουραίοι

Κάνουν την πέτρα κόσκινο
Πες μου αν δεν είναι αλήθεια
Και χάνονται στα τρίσβαθα
Στην πορφυρένια ψίχα

Ούτε τριγμός ούτε λυγμός
Πες μου που είναι το ψέμα
Ούτε βαριά πατήματα
Στο δρόμο για τα ξένα

Μόνο σιωπή ασάλευτη
Πες μου τι δεν ταιριάζει
Τα παιδικά μας όνειρα κι ο χρόνος που κοπάζει..."

--------------------oOo--------------------

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 03, 2005

Για το καλοκαίρι που πέρασε...

Η ΩΡΑ ΞΕΧΑΣΤΗΚΕ

Η ώρα ξεχάστηκε βραδιάζοντας
Δίχως θύμηση
Με το δέντρο της αμίλητο
Προς τη θάλασσα
Ξεχάστηκε βραδιάζοντας
Δίχως φτερούγισμα
Με την όψη της ακίνητη
Προς τη θάλασσα
Βραδιάζοντας
Δίχως έρωτα
Με το στόμα της ανένδοτο
Προς τη θάλασσα
Κι εγώ - μες στη Γαλήνη που σαγήνεψα.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ - ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ

____________________________________________
...διψώ...ψάχνω τη γαλήνη μου...μια ανάσα και φτάνουμε...

--------------------oOo--------------------