Κόσμος ζωηρός. Όλο πιο πολλής. Εμπύρετος. Ανθρωποι παντού και πάντα. Ανθρωποι έξω και εντός σου. Ξεχύνονται σαν τα νερά τη γέννας, βγαίνουν και τρέχουν, ξεφεύγουν δήθεν τους πόνους. Δήθεν. Συναντούν κόσμο. Τον αναζητούν. Τον ξέρουν; Η επικοινωνία θέλει μάτια, φωνή, αφή. Χάσαμε το τρίτο κάπου μεταξύ της αδιαφορίας και της ανασφάλειας.
Εγώ πάντα χρειαζόμουν ένα χέρι. Όχι πατερίτσα, ένα χέρι.
Δημιουργήσαμε μια φυσαλίδα γύρω μας με ακτίνα το μάκρος ενός μπράτσου. Μια αόρατη σφαίρα που μας ακολουθεί σαν τη σκιά μας και όταν τα φώτα είναι σβητά, μια φυλακή που μας στερεί από το άγγιγμα. Δεν αγγιζόμαστε πια. Κι αν τύχει και κάποιος εισχωρήσει μέσα της ή, χειρότερα, τη σκάσει σα τσιχλόφουσκα ασθματίζεται ο νους.
Πότε πήρες για τελευταία φορά μια τζούρα μεταχειρισμένου αέρα; Να ζήσεις λίγα δευτερόλεπτα με ο, τι απέμεινε από κύτταρα ξένα; Να γευτείς τα προηγούμενα δευτερόλεπτα κάποιας άλλης ψυχής, όχι της δικής σου;
Βρέθηκα σε μπουάτ με παρέα, σε ρυθμούς γνώριμους. Δεν ήξερα τι με περίμενε εκεί, είχα ξεχάσει να ζητήσω περιγραφή πριν φτάσουμε. Τα βήματα άγνωστα κι όμως έτρεχαν γύρω σαν τρελά.
Cactus το μέρος. Κάκτος και το δάπεδο. Τα πόδια δε σταματούσαν σα να τα τσιμπούσαν μυριάδες βελόνες. Σχεδόν όλα στις μύτες γιατί ήταν έτοιμα να βρεθούν στον αέρα και να ξεχάσουν κάθε επαφή με τη γη. Ολοι σε ζευγάρια.
Σώματα σμίγανε για χορό και μόνο.
Εγώ δεν ξέρω τεχνική, μιλάει η μουσική μέσα μου και ακολουθώ. Δεν προτίθομαι για ντάμα.
Bachata και ιδρώτας. Φώτα ελάχιστα. Σιλουέτες.
"Μου χαρίζεις αυτόν τον χορό;"
"Μα... δεν τον ξέρω."
"Αγαπάς;"
"Τη ζωή;"
Δεν σταματήσαμε λεπτό. Ακουμπούσε το μέτωπο του στο δικό μου και ένιωθα να τρέμει, όχι απο ρίγος αλλά από την αντάρα της κάθε κίνησεις, την ανάγκη επικοινωνίας μέσω του σώματος. Εκείνος μου δάνειζε το δικό του κι εγω το δικό μου και ο καθένας είχε ένα εργαλείο για να μιλήσει, να φωνάξει τις ταραχές του. Κοιτούσε τις νότες να τρέχουν πάνω μου. Αυτές υμνούσε. Διάταζε και ακολουθούσα. Χαμόγελο. Τελικά, η ντάμα εγώ. Δε φοβάσαι να σπάσεις τη φυσαλίδα κανενός, όλοι εκεί αυτό θέλουν. Να κολλήσουν πάνω σου και να μάθουν τι είναι να μην υπάρχουν καλύμματα. Το αλλάξαμε σε
σάλσα και το deal είναι να αλλάξεις παρτενερ. Να μάθουν κι άλλοι το παραμύθι σου.
Τσα-τσα και τσαχπινιά. Κι ο τοίχος να γεμίζει από τσιχλόφουσκες κάθε που άλλαζε o dj τραγούδι.
Πάνω στη στροφή ένιωσα μόνη. Έλειπε ο παραλήπτης. Κι εσύ μιλάς εκ του ασφαλούς. Είσαι μακριά. Είμαι εκεί κι εγώ.
Οι αϊτιανοί ρυθμοί φαντάζουν σαν το πηγαινέλα της παλάμης σου στο χέρι μου, εκείνο το απόγευμα που επάλειφες εκεί τον πόθο σου όλο κοιτάζοντας μόνο εκεί που κοιτούσα. Τους μοιάζεις γιατί με πήρες από το χέρι, χωρίς πατερίτσα.
Ήθελα να είσαι εδώ, ακίνητοι και οι δυο στην πίστα, όσο κι αν τα βήματα είναι μαγικά. Θα χόρευε η καρδιά μου. Στον δικό σου παλμό. Θα μου έφτανε.
Μη ζηλεύεις, δεν χρειάζεται.
_____________
η απάντηση είναι ναι.