Les idées diluviennes

Δευτέρα, Μαρτίου 21, 2005

απώλεια, χάσιμο, χασούρα...

Χάνω εύκολα πράγματα... τόσο εύκολα όσο δύσκολα αποχωρίζομαι κάτι... τα συρτάρια, τα ράφια, τα τραπέζια, κάποια ξεχασμένη τσέπη, παντού υπάρχει κάτι άχρηστο που το λατρεύω για κάποιο ιδιαίτερο χαζό προσωπικό λόγο και δε βρίσκω το θάρρος να το πετάξω. Η αφηρημάδα μου όμως μπορεί να με κάνει να ξεχνώ που βρίσκεται το κάθε τι που κρατώ χωρίς ξεχωριστή χρησιμότητα. Ίσως να φταίει η χρονιά στην οποία γεννήθηκα... τα ίδια και ο ξάδερφος μου... μάλιστα οι πιο μεγάλοι όταν βγαίναμε να παίξουμε ή να πάρουμε παγωτά λέγανε στους υπόλοιπους να μας προσέχουν μην μας χάσουν από την απροσεξιά μας ή μη τους χάσουμε, μια και το χάσιμο ήταν δικό μας προνόμοιο. Μοιάζαμε πολύ. Μας ξεχωρίζανε μονάχα από το φορμάκι όταν μας αφήναν στην κούνια να κοιμηθούμε. Και οι δυο είχαμε βιαστεί να αντικρίσουμε τούτο τον κόσμο. Ίσως οι κάποιοι μήνες απόλυτης ξενοιασιάς που μας μένανε μέσα στην κοιλίτσα της γυναίκας που θα μας έχει αγαπήσει περισσότερο σ'αυτή τη ζωή κι αφήσαμε πίσω μας να μας λείπουν κι έτσι με την απόσπαση από την πραγματικότητα να καταφέρνουμε για λίγα κλάσματα του δευτερολέπτου να επιστρέφουμε εκεί. Το αποτέλεσμα μετράει όμως. Χάνουμε. Ο δικός μου απολογισμός χασούρας των τελευταίων τριών μηνών είναι ένα γάντι, κλειδιά, το κινητό, το κλιπ ενός αγαπημένου σκουλαρικιού... και ίσως κάτι που, πριν καλά μπορέσω να το γνωρίσω και κάνω κομμάτι του εαυτού μου, το είδα να φεύγει σκυφτό. Κάποιος μου είπε πως χάνουμε συνήθως όσα δεν σεβόμαστε ή δεν υπολογίζουμε. Αυτό το τελευταίο ίσως όμως να το υπερυπολόγιζα, να το λάτρευα ανεξήγητα, να το πρόσεχα υπέρ του δέοντος και τελικά να το κούρασα από την υπερβολική μου παρεξηγήσιμη λαχτάρα. Πριν το χάσω όμως, λέω να χαθώ εγώ από κοντά του. Συνήθως δε «με ψάχνει ότι έχασα». Δε θέλω να έχει την ίδια κατάληξη με το γάντι αλλά να μείνει κάπου που να μπορώ να το θαυμάζω όποτε θυμάμαι πού το άφησα ή όποτε εκείνο θέλει να βρεθεί μπροστά μου «τυχαία» όταν ψάχνω κάτι άλλο. Και βέβαια να χαμογελώ, αν και οι δυο θα έχουμε κλείσει τα μάτια στο όνειρο πριν καλά-καλά αυτό γεννηθεί.

Θα βρεθεί κάποιος που να μαζεύει ότι μου πέφτει, ότι μου φεύγει; Ή τουλάχιστον που να καλύπτει την απώλεια όσων η αφηρημάδα μου μου αφαιρεί;

--------------------oOo--------------------

Παρασκευή, Μαρτίου 18, 2005

L'avalée des avalées - Rejean Ducharme

Tout m'avale. Quand j'ai les yeux fermés, c'est par mon ventre que je suis avalée, c'est dans mon ventre que j'étouffe. Quand j'ai les yeux ouverts, c'est par ce que je vois que je suis avalée, c'est dans le ventre de ce que je vois que je suffoque. Je suis avalée par le fleuve trop grand, par le ciel trop haut, par les fleurs trop fragiles, par les papillons trop craintifs, par le visage trop beau de ma mère. Le visage de ma mère est beau pour rien. S'il était laid, il serait laid pour rien. Les visages, beaux ou laids, ne servent à rien. On regarde un visage, un papillon, une fleur, et ça nous travaille, puis ça nous irrite. Si on se laisse faire, ca nous désespère. Il ne devrait pas y avoir de visages, de papillons, de fleurs. Que j'aie les yeux ouverts ou fermés, je suis englobée: il n'y a plus assez d'air tout à coup, mon cœur se serre, la peur me saisit. L'été, les arbres sont habillés. L'hiver, les arbres sont nus comme des vers. Ils disent que les morts mangent les pissenlits par la racine. Le jardinier a trouvé deux vieux tonneaux dans son grenier. Savez-vous ce qu'il en a fait? Il les a sciés en deux pour en faire quatre seaux. Il en a mis un sur la plage, et trois dans le champ. Quand il pleut, la pluie reste prise dedans. Quand ils ont soif, les oiseaux s'arrêtent de voler et viennent y boire. Je suis seule et j'ai peur. Quand j'ai faim, je mange des pissenlits par la racine et ça se passe. Quand j'ai soif, je plonge mon visage dans l'un des seaux et j'aspire. Mes cheveux déboulent dans l'eau. J'aspire et ça se passe: je n'ai plus soif, c'est comme si je n'avais jamais eu soif. On aimerait avoir aussi soif qu'il y a d'eau dans le fleuve. Mais on boit un verre d'eau et on n'a plus soif. L'hiver, quand j'ai froid, je rentre et je mets mon gros chandail bleu. Je ressors, je recommence à jouer dans la neige, et je n'ai plus froid. L'été, quand j'ai chaud, j'enlève ma robe. Ma robe ne me colle plus à la peau et je suis bien, et je me mets à courir. On court dans le sable. On court, on court. Puis on a moins envie de courir. On est ennuyé de courir. On s'arrête, on s'assoit et on s'enterre les jambes. On se couche et on s'enterre tout le corps. Puis on est fatigué de jouer dans le sable. On ne sait plus quoi faire. On regarde, tout autour comme si on cherchait. On ne voit rien de bon. Si on fait attention quand on regarde comme ça, on s'aperçoit que ce qu'on regarde nous fait mal...

--------------------oOo--------------------

Πέμπτη, Μαρτίου 10, 2005

Τα ξέρεις όλα αυτά... δυστυχώς ή ευτυχώς τα πήρες χαμπάρι!

Όλος ο κόσμος σου εύχεται τα χρόνια που θα έρθουν να είναι δημιουργικά. Ωραία ευχή. Εσύ όμως την έφτυσες και αποφάσισες να μείνεις με τις πιτζαμούλες να κάθεσαι να βλέπεις τον ήλιο στην δήθεν τροχιά του... παθητικό το ταξίδι. Επειδή δεν είχες άλλη επιλογή, χρειάστηκε κάποιες φορές να αποχωριστείς το νυχτικό σου και να σενιαριστείς κάπως, μη βγεις έξω στα κακά σου μαύρα χάλια. Τι σου έφταιγε άλλωστε ο κόσμος για να βλέπει τη μαυρίλα σου και να κάνεις σκιά στις ηλιαχτίδες που τους έλουζαν; Μόνο σε μερικούς βρήκες το κουράγιο ή την αυθάδεια να παρουσιαστείς έτσι ακριβώς όπως βγήκες από το κρεβάτι... αυτά τα γυαλιά θα τα πετάξω κάποια στιγμή, εκτός άμα προλάβει και τα πετάξει ο πατέρας σου! Κάποτε ο αγαπημένος σου καθηγητής σε είχε ρωτήσει αν όταν ήσουν μικρή είχες καταπίει καμμιά λάμπα κατά λάθος... τον είχες κοιτάξει περίεργα και σου είπε πως δε μπορούσε να εξηγήσει αλλιώς τη λάμψη και τη ζεστασιά που ένιωθε όταν περνούσε δίπλα σου. Μερικές φορές τύφλωνες τόσο τους γύρω, που τους πονούσες... γλυκός πόνος, πόνος που προκαλούσε ο εγωισμός σου ο καθαρός, ο μη κακόβουλος, ο αξιοπρεπής... εκείνος ο εγωισμός που σε έκανε να σηκώνεις βαλίτσες και θρανία, να πρήζονται τα μάτια γύρω από δάκρυα χαράς , να διεγείρεις ψυχές από συγκίνηση, να σκύψεις στο αφτί και να πείς «σ'αγαπώ» και μόνο με το άκουσμα να καταλάβει πως μιλούσες για την ίδια αγάπη με τη δική του... να φας πιπεριές από γινάτι...

Αδρεναλίνη... δύναμη υπερφυσική... πού αντλούσες τόση ενέργεια, δεν το έμαθα ποτέ. Κάπου μια κρυμμένη γεννήτρια σε τροφοδοτούσε μέχρι και όταν όλα γύρω ήταν θεοσκότεινα, χωρίς ελπίδα. Όλα τα έβλεπες σαν ένα παιχνίδι, λίγο κακόγουστο βέβαια, αλλά οι όροι της ζωής λέγανε πως υπήρχαν και χειρότερα. Οπότε δεν επαναστάτησες αλλά έγινες συγανωνιστής σε αυτό το ματς... κέρδισες γιατί έγινες εσύ αρχηγός της ομάδας και η στρατηγική που οριζόταν για την επόμενη κίνηση την είχες σχεδιάσει εσύ. Είχες πείσει τον κόσμο πως δε συνέβαινε τίποτα... μόνο όταν δεν αναγνώριζες τον αντικατοπτρισμό σου επέστρεφαν και οι υπόλοιποι λίγο στην πραγματικότητα. Εκείνο το φούσκωμα που έβλεπες δε σου άρεσε... μάλλον το φοβόσουν γιατί έτσι κι αλλιώς όταν φουσκώνει κάτι σα μπαλόνι, μπορεί να σκάσει απότομα.

Δεν έκανες αυτό το ξαφνικό μπαμ που σε ανησυχούσε... ξεφούσκωσες σιγά-σιγά... αλλά το ξεφούσκωμα σου έκλεψε την ενέργεια και έχασες κάθε ενδιαφέρον για όσα σε κρατούσαν ζωντανό άνθρωπο. Έφτασες τον στόχο που τόσο καιρό ονειρευόσουν και πια δεν καταφέρνεις ούτε να το δεις... δεν ξέρεις τι να κάνεις με δαύτο και με όλα τα σηναφή... έχεις μπερδευτεί.. έχεις χάσει τη γεύση και τη δίψα εκείνη που σε χαρακτήριζε...

«Γιατί δε βγαίνεις, κοκόνα;» Γιατί; Γιατί κάποια πράγματα σε απογοητεύσανε πολύ, κάποια πολύ δικά σου πράγματα... κάτι στο 5996 που πήγες δε σου άρεσε και αποφάσισες να αλλάξεις... να γιατί αποφάσισες αυτό το Σάββατο να βγεις... ίσως με λάθος άνθρωπο... τα βήματά σου πλέον είναι όλα αδέξια, αλλά πιστεύεις πως αυτή τη φορά ίσως πατήσεις πιο γερά... μην πονέσεις πάλι... άμα είσαι στο σωστό δρόμο ίσως να βρεις τον κατάλληλο φορτιστή για την μισογεμάτη μπαταρία σου... γιατί από τότε που ξεφούσκωσες, δε βρέθηκε κάτι να αντικαταστήσει την άδεια σου πλευρά... τουλάχιστον σου έχει μείνει όλο το πάθος που μπορείς να γεννήσεις... μόνο που αυτό το πάθος δεν αντέχεις να το μοιράζεις σε μικρά κομματάκια, δεν μπορείς... προτιμάς να ξεχειλίζει για λιγοστά πρόσωπα και ιδέες... έμμονες ιδέες που σε κατατρέχουν κάθε στιγμή...

--------------------oOo--------------------

Παρασκευή, Μαρτίου 04, 2005

"Πού να γύρω το κορμί μου όταν γυρνάω απ’ τα μπαρ..."

Μου είπες πως καλύτερα να φύγω... να κλείσω τα μάτια και να βρεθώ όσο πιο μακριά γίνεται. Τα σφράγισα αλλά μένω ακόμη εδώ. Και με ανοιχτά μάτια πάλι ονειρεύομαι... κακό σημάδι. Χθες σε είδα να χορεύεις μπροστά μου. Ίσως να έφταιγε εκείνο το κοκτέιλ με τη νότια γεύση... Όταν επέστρεψα σπίτι, σκέφτηκα να πετάξω ότι δικό σου έχω. Τι έχω όμως; Τίποτα... κάτι φωτογραφίες, άπιαστες κι αυτές, κάτι λέξεις. Και να πεταχτούν, είναι πράγματα που θυμάμαι.

Και μέσα σ'όλη αυτή την παράνοια θυμάμαι τι μου είπε ένα παιδί που γνώρισα χθες: «Το λευκό είναι κρύα απόχρωση κι ελπίζω να μην κρυώσει τόσο η καρδιά σου όσο αυτά που συνηθίζεις να φοράς.» Τόσο λοιπόν intimidating είμαι; Μια ετικέτα που σου βάζουν όλοι με το που λες τι αγαπάς και με τι ασχολείσαι... την επόμενη φορά ίσως απαντήσω «με τη ζωή μου» και να τελειώσει η κουβέντα εδώ.

Κοιτάζω το καταραμένο κινητό που έχει γίνει βαρύ φορτίο από τα Χριστούγεννα... «παντού και πάντα διαθέσιμη... απλά καλέστε το νούμερό μου... ένα γέλιο θα σας απαντήσει.» Κι όμως αυτή τη φορά το κοιτούσα να δω άμα μέσα σε όλη τη φασαρία δεν είχα αντιληφθεί δικό σου κάλεσμα. Όχι, δε με είχες θυμηθεί... δε με είχε θυμηθεί κανείς ενώ τράνταζε το πάτωμα από τα βιμπράτα των ηχείων. Μη με ξαναθυμηθείς, μη σε ξαναθυμηθώ... ίσως καλύτερα έτσι... τα λέω αυτά όμως χωρίς να το έχω πάρει απόφαση πως πρέπει να τα κάνω πράξη. Πάω να κλείσω τα μάτια να δω άμα μπορώ να φανταστώ τον κόσμο χωρίς εσένα. Εφικτό;

--------------------oOo--------------------