Όσα γραφω απόψε είναι συνδεδεμένα με τα τελευταία δυομιση χρόνια στο κοσμοπολίτικο Μοντρεαλ. Έχουν ήδη παλιώσει αν κι εύχομαι ο χαμένος αδερφός μου να πέσει εδώ να το διαβάσει κατα τύχη, να αναγνωρίσει το σαστισμένο μου βλέμμα όταν με πρωτοαντίκρισε.
Καλομαθημένο κορίτσι ήμουν και είμαι. Κακό αυτό από τη μια γιατί δεν είμαι συνηθισμένη σε καθημερινές δουλειες που φαίνονται αλλά δεν είναι καθόλου εύκολες, καλό από την άλλη γιατί τα ίδια νιώθω πως θα κάνω όταν βρεθώ με παιδί στην αγκαλιά. Ήδη έχω αρχίσει με την συγκατοίκηση να αλλάζω και να κοπιάρω κινήσεις της μαμάς, όπως τα μικρά παιδιά που παίζουν τις κουμπάρες.
Βρέθηκα σε μια μεγάλη πόλη ξανά μετά από 8 χρόνια. Μόνη. Εγώ είχα διαλέξει να φύγω αν και μπορούσα να γραφτώ στο πανεπιστήμιο που ήταν κοντά στο πατρικό μου. Κι όμως η μοναξιά με αρρωσταίνει. Μου επέτρεψε να βρεθώ αντιμέτωπή με τον εαυτό μου, να βρεθώ με τον άνθρωπο που νόμιζα πως ήξερα καλύτερα από τον καθένα… κι όμως, όσα είδα αυτά τα χρόνια δεν τα είχα δει στα προηγούμενα 19. «Χαίρω πολύ» η κάθε καλημέρα μου στον καθρέφτη. Πονάει αυτή η γνωριμία, σε ξενίζει, σε κάνει να σε συχαθείς… χάνεις τον εαυτό σου και καταφέρνεις ξανά να τον βρεις. Μετά ζεις πιο όμορφα.
Μπήκα την πρώτη βδομάδα του πανεπιστημίου στο νετ για να βρω για ελληνικό φοιτητικό σύλλογο. Σίγουρα θα υπήρχε κάποιο, ολόκληρο Μοντρεαλ με τους 80.000 Ελληνες. Και βρήκα ένα. Με μέηλς συννενοήθηκα κι έγινε συνάντηση και γνώρισα παρέα με ένα καφέ. Εκεί γνώρισα το Μαράκι, που με την ανεμελιά της ηρεμώ.
Ξανά δεύτερη συνάντηση, στο ίδιο σημείο. Δυο βδομάδες πιο ύστερα. Να δούμε τι μπορούμε να οργανώσουμε ως σύλλογος-πρότυπο!
Φτάνω λίγο αργοπορημένη γιατί το μάθημα είχε κρατήσει παραπάνω. Από τον διάδρομο άκουγα μια φωνή δυνατή, αθυρόστομη, γελαστή να θάβει και τη μουσική υπόκρουση του καφέ-μπαρ όπου είχαμε δώσει ραντεβού. Ήταν ο «γιατρός» που δεν είχε έρθει την πρώτη φορά αλλά τον γνώριζαν όλοι οι παλιοί. Μιλήσαμε τα του συλλόγου, κανονίσαμε εκδηλώσεις, κι αρχίσαμε να μιλάμε περί ανέμων και υδάτων. «Εσύ, το μικρό, τι σπουδάζεις;» «Είμαι στην ιατρική σχολή… και καλά μάντεψες, πρωτάκι.» «Α, ώστε εσύ είσαι η Αναστασία, το μόνο ελληνάκι της σχολής μας που μπήκε φέτος; Χαχαχα! Εμένα με λένε Κώστα.»
Είχε γελάσει αλλά δεν είχα καταλάβει το γιατί… και δεν τον ρώτησα. Γενικώς όσες φορές μιλούσαμε πάντα γελούσε, ήταν κάτι έλεγε που τον έκανε να γελάει όταν είμασταν μαζί και με ακούγε, σαν να μην πίστευε στα αφτιά του πως αυτά που έλεγα μπορούσε να τα λέει άνθρωπος. Είχα ρωτήσει αν ήταν έτσι επειδή με έβρισκε γραφική. Ποτέ. Έλεγε όμως πως έπρεπε να βρει ένα τρόπο να με διεφθείρει.
«Μην ανησυχείς με τα μαθήματα. Θα δεις όλα φαίνονται δύσκολα αλλά όλα μένουν στα μυαλό, θες δε θες. Γιατρός θα γίνεις, δεν ξεφεύγεις τώρα που μπήκες. Και θα γίνεις και καλή. Και ότι χρειαστείς, να το τηλέφωνό μου.»
Το μάθημα ανατομίας μου φάνηκε παλούκι. Δεν τα είχα πάει και καλά στο πρώτο διαγώνισμα, έπρεπε να κάνω κάτι για να περάσω αξιοπρεπώς αυτό το μάθημα. Τον τηλεφωνώ και μου προτείνει να περάσω να μου δώσει ένα βιβλίο. Είχε κι αυτός δυσκολευτεί στο ίδιο μάθημα και είχε βρει ένα βοήθημα σούπερ.
«Μου ‘ρχεσαι με το θρυλοκασκόλ και θες να και να σου δανείσω το βιβλίο μου; Δεν πας καλά! Είσαι που είσαι σαμιαμίδι… δεν τρως;» Πλάκα μου έκανε ως ΠΟΑΚτζης και ως γιατρός που το πρώτο πράγμα που κοιτάει στους ασθενείς είναι η εμφάνιση και η σωματικές διαστάσεις. Πήγαμε στο δωμάτιο του να πάρουμε το βιβλίο. Μου είπε να μην κοιτάξω καθόλου γιατί ήταν σε ακαταστασία. Κι όμως είχε υπέροχους τοίχους. Όλοι με πίνακες, δικοί του. Ο γιατρός είχε τελικά και ευαισθησίες. Πριν φύγω κανονίσαμε να πάμε για μπύρες.
Μπορώ να πω πως μου άρεσε. Μπροστα στην βατομουρένια μπύρα του και την μελένια τη δική μου άρχισε να μου μιλάει για έρωτες, ειδικά για τον δικό του τον αναδυόμενο. Ήταν ερωτευμένος… εκείνη πολύ μακριά αλλά επίσης πολύ ερωτευμένη. Χαμογέλασα που έβλεπα να ξεγυμνώνει την ψυχή του. Εβλεπα τον γλυκό Κώστα, τον Κώστα που φώναζε λιγότερο, τον ήρεμο εαυτό του. Με έβαλε να μαντέψω το όνομα της κοπέλας του. Α. Αρχαίο μου λέει. Τι Α.; Αρετή, Αθηνά, Αρτεμις, Αντιγόνη, Αλκιστις; Μου λέει Μποτιτσέλι και του απαντώ Αφροδίτη. Δεν περίμενε να γνωρίζω τον ζωγράφο. Γέλασε πάλι. Την μπύρα δεν την κατάφερα, δεν είχε καταφέρει να με διεφθείρει. Την επόμενη φορά.
Όταν κάποιος έχει ήδη κοπέλα, δε μου αρέσει πια, μου κόβεται ότι πόθος μου είχε γεννηθεί. Απλά γίνεται φίλος καλός, τον νοιάζομαι. Μια μέρα με τηλεφώνησε και είχε τόση όρεξη για μπλαμπλα που καθήσαμε 3 ώρες στο ακουστικό. Μου είπε πως με νιώθει σαν μικρή του αδερφή, πως νιώθει πως πρέπει να με προστατεύει. Του τα έλεγα όλα πια, και τους εφήμερους πλατωνικούς έρωτές μου. Σε όλη μου τη ζωή εγώ ήμουν η μεγάλη αδερφή, τώρα είχα κάποιον να με μαλώνει ως μεγάλος αδερφός. Ήταν σκληρός, ήταν ειρωνικός, ήταν κατανοητικός, ήταν συμπονετικός. Ήθελε πολύ να με γνωρίσει στην Αφροδίτη. Μας ήθελε μεγάλες φιλες.
Ήρθε η Αφροδίτη. Γνωριστήκαμε. Ομορφη, έξυπνη, γλυκιά. Την έβαλα στην καρδιά μου. Όσες φορές βγήκαμε γελάσαμε πολύ, μιλήσαμε πολύ, φάγαμε πολύ. Εφυγε. Γύρισε Ελλάδα για το αγροτικό της.
Από τότε, σαν να έφυγε και ο Κώστας. Ξέρω σε ποιο νοσοκομείο δουλεύει, ξέρω πού μένει, δεν ξέρω πώς είναι. Έμαθα από κάποιον τρίτο πως χώρισε. Δεν απαντά στα τηλεφωνήματα, δεν παίρνει τηλέφωνο όταν αφήνω μήνυμα, δεν μου γράφει πια. Μήνες τώρα. Σταματώ κι εγώ τις προσπάθειες επικοινωνίας εδώ. Έχασα έναν μεγάλο αδερφό από τη μια μέρα στην άλλη χωρίς να ξέρω το γιατί. Αν ξέρει εκείνος και θελήσει μια μέρα να μου το πει, θα με βρει.
Θα ψάξει να με βρει άραγε;