Les idées diluviennes

Παρασκευή, Οκτωβρίου 07, 2005

Μερέντα

Το Τασουλάκι πήρε μια κουταλιά μερέντα ενώ ακόμη φορά τα ιδρωμένα ρούχα από το δυνατό ράκετμπολ και κοίταξε την κρύα βροχή από το παράθυρο μαζί με την «Valse d’Amélie » να ηχεί στα αφτιά της. Της λείπει η μυτζήθρα και η μυρωδιά σαπουνιού της γιαγιάς, οι φωνές των τεράτων που γεννήθηκαν πολύ πιο ύστερα από την ίδια, τα χαχανητά της νονάς της που είναι δυνατότερα όταν κλαίει, η τρελή αγάπη της που έχει ήλιους και φεγγάρια στις γάμπες, το νεόνυμφο ζευγάρι που αλληλοματιάζεται καθε μέρα (φτου να μην τα ματιάσει και η ίδια), τα τσιμπήματα και τα χαστουκάκια της γλυκιάς θείας, οι αφηγήσεις του παππού και το αξύριστο πρόσωπό του, τα ζουζουνίσματα της άλλης γιαγιάς, τα ταξίδια του άλλου παππού, τα χαμόγελα των θείων της, ο άγγελος που της γνώρισε η χολή, κάποια γλυκά παιδιά που τη θυμούνται και τις στέλνουν τις πιο αγαπημένες μελωδίες της, τα κλάματα της Μ. όταν χώρισαν για το CEGEP, ο Α. που έκλαψε και δεν της το έκρυψε όταν είδε το έργο που του είχε προτείνει, το Mont. Παίρνει μια δεύτερη κουταλιά από το σοκολατοφουντουκένιο μείγμα που της γλυκαίνει το οξύ που έχει τρέξει στα χείλη της. Το Τασουλάκι απειλεί με το στηθοσκόπειο της. Κρατά και λαστιχένιο σφυρί και διαπασόν κι όμως μπροστά στο 5996 τρέμει. Γελά. Η αγαπημένη της άμυνα. Της λείπει και το κάθαρμα. Και ο Ζέππος.

Αυτή η μερέντα κάνει θαύματα. Νιώθει γεμάτη.

--------------------oOo--------------------

0 Comments:

Δημοσίευση σχολίου

<< Home